προξενήτρια

προξενήτρια
προξεν-ήτρια, fem. of προξενητής,
A = προμνήστρια, Sch.Ar.Nu.41.

Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Look at other dictionaries:

  • προξενήτρια — η, ΝΜΑ βλ. προξενητής …   Dictionary of Greek

  • προξενητής — ο, θηλ. προξενήτρια, ΝΜΑ, θηλ. και προξενήτρα Ν [προξενῶ] αντιπρόσωπος σε διαπραγματεύσεις, πράκτορας, μεσίτης νεοελλ. παροιμ. «ανύπαντρος προξενητής για λόγου του γυρεύει» λέγεται για εκείνον που επιδιώκει το δικό του συμφέρον και προσποιείται… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”